ἀδελφεός

ἀδελφεός
ᾰδελφεός (ἀδελφεοῦ, -εόν; -εοῖσιν.)
a brother ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (Xenokrates, br. of Theron.) O. 2.49 ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς (Wil.: ἀδελφεούς τ' ἐπαινήσομεν ἐσθλούς codd: ἀδελφεοὺς καὶ ἐπαινήσομεν ἐσλούς Ahlwardt. sc. the brothers of Thorax.) P. 10.69
b half-brother Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράονἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Aiakos.) N. 7.86 ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν ὁ Τυνδαρίδας (Kastor, halfbrother of Polydeukes.) N. 10.73
c pl. pro sing. Ζηνὶ μισγομέναν (Θέτιν) ἢ Διὸς πὰῤ ἀδελφεοῖσιν (πληθυντικῶς δὲ εἶπεν ἀντὶ τοῦ ἀδελφῷ τῷ Ποσειδῶνι. Σ.) I. 8.35

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀδελφεός — ἀδελφός son of the same mother masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • gʷelbh- —     gʷelbh     English meaning: womb; young of animal     Deutsche Übersetzung: “Gebärmutter; Tierjunges”     Material: O.Ind. gárbha ḥ, Av. garǝwa “womb, Leibesfrucht”, gǝrǝbuš n. “Tierjunges”; O.Ind. sá garbhya ḥ “eodem utero natus” (= Gk.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • μητραδελφεός — και δωρ. τ. ματραδελφεός, ὁ (α) μητράδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀδελφεός, ιων. και δωρ. τ. τού άδελφός] …   Dictionary of Greek

  • παρέκταση — η / παρέκτασις, άσεως, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. προσθήκη τμήματος σε ένα σύνολο για να συμπληρωθεί ή να επιμηκυνθεί, έκταση σε μήκος, επέκταση, επιμήκυνση («χρονικὴ παρέκτασις», Σέξτ. Εμπ.) 2. γραμμ. η επαύξηση τού συνολικού αριθμού τών συλλαβών μιας… …   Dictionary of Greek

  • στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”